ιστιοκύτταρο

ιστιοκύτταρο
το
τύπος κυττάρου τού συνδετικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. histiocyte < histio (πρβλ. ἱστίον < ἱστός) + -cyte (πρβλ. κύτος) που αποδίδεται με τη λ. κύτταρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… …   Dictionary of Greek

  • μακροφάγος — ο, θηλ. και α 1. βιολ. (για οργανισμό) αυτός που τρέφεται με σχετικώς μεγάλα τροφικά τεμάχια λείας 2. (το ουδ.) ανατ. μονοπύρηνο κύτταρο που βρίσκεται στο αίμα και στους ιστούς, όπως είναι λ.χ. το ιστιοκύτταρο και το μονοκύτταρο, λόγω τού μεγάλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”